- Έφτασα μισό αιώνα ζωής για να πάω να βρω τις ρίζες μου στη Μάνη.
Κομματάκι δύσκολο μετά απο 170 χρόνια.
Μερη τραχιά που σκληραίνουν τον χαρακτήρα των ανθρώπων.
Καπου στην Αρεόπολη,ενας 95 χρονος παπούς στο καφενείο δίπλα στα ΚΤΕΛ,μου λέει,καθώς τον ρώτησα αν θυμόταν κάτι απο τους Μαραβελαίους:και τι θες τώρα,να πάρεις τα χτήματα μας.?
-Οχι του απαντώ,τις ρίζες μου ψάχνω.
Ειχαμε και διερμηνεα διοτι τα ακουστικά του παππού ειχαν μείνει απο μπαταρίες και του φώναζε στο αυτί,ενας φίλος του,που επαιζαν μαζι κολτσίνα.
-Εδω,πισω απο τα ΚΤΕΛ.μου έει,ολα τα χτηματα τα λεγαμε:στα Μαραβέλια.
Αυτοι θα ηταν,αλλα ειχαν μονον θυγατέρες που τις πάντρεψαν και φύγαν ολες.
Αλλη στο Λιμένι,άλλη στον Γερολιμένα,αλλη στο Γύθειο,αλλη στον Πειραια...
-Αυτό το διήγημα το έγραψα εις μνήμην του πατέρα μου,για να μαθαίνουν τα εγγόνια του..
για να μην ξεχνώ εγώ.
-Οι φλόγες της φωτιάς στο τζάκι τρεμοπαίζουν χρωματίζοντας το βλέμμα μας.
Μάνα κια κόρη τις κοιτάμε και 'ταξιδεύουμε..άρχισε να μιλάει η μάνα..
-Ο πατέρας σου ήταν πολύ σκληρός άνθρωπος στα νιάτα του.Και πολύ περήφανος.
Στα Γιάλτρα, μιλάμε για το 1957,δεν τολμούσε άντρας να σηκώσει τα μάτια του επάνω μου, ή πάνω στην αδελφή του την Αννα.
Όσο για την μάνα.?Ότι πιο ιερό υπήρχε.
Η καταγωγή τους έλεγε η γιαγιά σου πως ήταν απο την Μάνη.Ούτε ξέρω ποιά είναι αυτή.Λένε πως σκότωσε αδελφός αδελφού παιδί, τότε με τις καταστάσεις,έφυγε ο προπάππος σου για να μην ξεκληριστούν οι οικογένειες απο το πείσμα και την ξεροκεφαλιά τους.
Μα πως είναι δυνατόν να κρατούν τέτοιο θυμό και τέτοιο μίσος.Ημαρτον Παναγιά μου Δεμερλιώτισσα.
Είναι δυνατόν να υπάρχει τέτοιο μέρος?
Μια φορά κάτι πήγε να αστειευτεί ενας δευτεροξάδελφός του για μένα,αρραβωνιασμένοι είμαστε και έβγαλε μαχαίρι να τον σφάξει.
Αν δεν έπεφτα ανάμεσά τους,θα τον είχε 'φάει'τον άνθρωπο.
Μπορεί να γλύτωσε απο το μαχαίρι του πατέρα σου τότε,μα,δεν στάθηκε τυχερός.
Φτωχό παιδί ψάχνοντας μια καλύτερη μοίρα,άφησε την μάνα του πίσω και μπαρκάρισε για την Αυστραλία.
Μετά απο λίγα χρόνια είπαν πως χάθηκε στην ξένη γή.Κρίμα...ήταν καλό παιδί.
Πάντως εμείς οι Φαρσαλινοί είμαστε άλλοι άνθρωποι.
Δεν τσιτωνόμαστε με το παραμικρό,σκεφτόμαστε πρίν κάνουμε κάτι.
Ποιό ανοιχτοί,ποιό γεναιόδωροι.
Αυτή η ράτσα του πατέρα σου έχει σκληρούς ανθρώπους.
Είναι ίσως και το μέρος που μεγάλωσαν σκληρό.
Τους έκανε η πέτρα να σμιλευτούν και οι ψυχές τους μαζί της.
Η γιαγιά σου έλεγε πως ήρθαν στα Γιάλτρα της Αιδηψού γύρω στα 1830 περίπου,
μετά την επανάσταση.
Ο προπάππος ο Κωνσταντής Μαραβέλης είχε όλη την αρματωσιά του απο τον ξεσηκωμό.Φουστανέλα με πολλά καγκιόλια,πουκάμισο,γελέκι ,την φέρμελη
με τα ασημοντυμένα κουμπιά,το κόκκινο φέσι και τον ντουλαμά.
Το στολισμένο σελάχι αλλά και τα τσαπράζια,οι ασημένιες μπαλάσκες,τα φουσέκια και το ντουφέκι.
Πάνε όλα τα δωσε η πεθερά μου στους γύφτους που πέρναγαν για ένα κιλό ζάχαρη,
για ενα ευρωπα'ι'κό πατάκι...μάλιστα τα τσαπράζια τις μπαλάσκες και τα δικά της φλουριά,την κατάφεραν και της τα πήραν έτσι.
Είχε πόνο με τον παππού σου που ήταν φυλακισμένος στον Πειραιά απο τους Γερμανούς,που θα τον έστελναν στα στρατόπεδα της Γερμανίας
μαζί με τους Εβραίους και όταν τις είπαν πως τα μαζεύουν για την Παναγία Ξενιά.
Τά'δοσε όλα.Ούτε ήξερε που ήταν αυτή η Ξενιά,ούτε τίποτα. Αρκεί που ήταν Παναγία.
Εφυγαν όλες οι αναμνήσεις απο τον αγωνιστή.
Αφού δεν της ήταν χρειαζούμενα σε κάτι...τι να τα κάνει.?
Αγράμματος άνθρωπος,το μόνο που ήξερε να κάνει ήταν να δουλεύει στα αμπέλια,
να είναι άντρας και γυναίκα.Σαν έφυγε ο πατέρας της για την Αμέρικα αρχές του 1900,
αυτή έπρεπε να προσέχει την μάνα της και την άμυαλη και αδιάφορη αδελφή της,
που το μόνο που έκανε ήταν να βάζει κοκκινάδι και να κάνει βόλτες.
Ελλειπε ο πατέρας βλέπεις που θα κρατούσε τα 'γκέμια'πιο δυναμικά.
Με αυτά και με 'κείνα,τα φτιαξε με τον δευτεροξάδελφο της...
Αμυαλος κι αυτός,πολύ ήθελε να μείνει έγκυος με τα παιχνίδια και τα άλλα?
Πίκρα μεγάλη για το χαμόσπιτο τους.
Ο πατέρας στην ξενιτιά, η θυγατέρα γκαστρωμένη απο τον δευτεροξάδελφο.
Η μαυρομάνα τους κρύφτηκε μέσα στο σπίτι να μην την βλέπει ανθρώπου μάτι.
Ξεσηκώθηκε όλο το σόι απο την ντροπή.
Δεν άνοιγε η γη να σε καταπιεί παλιο-θυγατέρα?
Μοιριολογούσε η καψερή η κυρά Δέσποινα.Η γιαγιά σου λεβεντιά και περήφανη έκανε ότι μπορούσε να κουκουλώσει την 'ντροπή'.
Επεσε στα γόνατα στην εκκλησιά παρακαλώντας με αναφιλητά τον παπά να τους παντρέψει.Να μπούν στον δρόμο του Θεού.
Μα δεν γίνονται αυτά Πανα'ι'ού της λέει εκείνος.
Γίνοντε αφέντη μ' αμα το κάνεις εσύ.
Τι να κάνει κι αυτός,ντροπή για το χωριο θά'ταν το παιδί που θά'ρχονταν στον κόσμο.Τους πάντρεψε κρυφά και όταν τού'λεγε κανένας χωριανός τίποτα για τον γάμο, έλεγε.-Τοχω ψάξει.Τρίτα ξαδέλφια είναι.
Τρίτα και τέταρτα,πάρτα και πέτα τα.
Το παιδί που ήρθε ήταν ασθενικό,έφυγε μόνο του σε λίγες μέρες.
Η αδελφή της, συμμορφώθηκε, έγινε καλή σύζυγος και νοικοκυρά, σέβονταν τους μεγαλύτερους.
Εφερε στον κόσμο δυο παιδάκια, που τα εβαλε στον δρόμο του Θεου.
Το νεανικό της λάθος ξεχάστηκε με τα χρόνια.
Η γιαγια σου την αγαπούσε πάρα πολύ,ολο την βοηθούσε.
-Έτρεχε και δεν έφτανε η γιαγιά σου.Νέα κοπέλα μόνη της να σκάβει και να κλαδεύει μέσα στις ερημιές,τα αμπέλια,τις μυγδαλιές.
Είχε μαζί της και ένα μαχαίρι κρυμμένο στον κόρφο της,για καλό και για κακό.Για καλό να φυλάει την τιμή της,για κακό να τελειώσει την ζωή της αν κάποιος την μόλυνε.
Οταν λοιπόν γύρισε απο την Αμερική ο πατέρας της τους είπε πως συμπεθέριασε με τον Κωσταντή τον Μαραβέλη, για την μεγάλη κόρη.
-Η μεγάλη κόρη μας Νικόλα παντρεύτηκε όσο έλλειπες, άρον άρον.
Δεν στο μολόγησα στα γράμματα που μού'γραφε ο παπάς,μην σε στεναχωρήσω εκεί στα μαύρα ξένα.Οπως καταλαβαίνεις μόνο την μικρή έχουμε.
Τι ντροπή τι στεναχώρια...έσκυψε το κεφάλι και προσπάθησε να βρεί τρόπο να τα μπαλώσει στον συμπέθερο,πλέκοντας το εγκώμιο της Παναγιούλας.
Πόσο άξια,πόσο περήφανη,πόσο όμορφη...και θα σας δόσω ακόμη και προίκα το κτήμα που πήρα μέσα στα Λουτρά(Αιδηψό)δίπλα στα ξενοδοχεία.
Εξυπνος,αλλά και συνετός ο Κωνσταντής τα ζύγισε τα πράματα.Τον λόγο για το συμπεθεριό δεν μπορούσε να τον πάρει πίσω.
Η κοπέλα πράγματι ήταν καλή,άξια,με πολύ καλό όνομα,δεν υπήρχε χωριανός που να μην την παινέσει. Όμορφη ήταν...φεγγαροπρόσωπη.
Δεν πειράζει που δεν ξέρει να γράφει το όνομά της...σάμπως ξέρουν οι τρεις κόρες του.?
Ο γιος του βέβαια ήξερε γράμματα.
Μέχρι το σχολαρχείο τέλειωσε.Τον έβλεπες ντυμένο με το ευρωπαϊκό του κουστούμι και την ρεπούμπλικα,γιατρό τον νόμιζες.
Είπε το ναί για τον γάμο,και όχι για το κτήμα στα Λουτρά..
Εχεις και άλλη κόρη του λέει.Δεν θέλω να βαρυγκομάει ότι την αδίκησες.
Ας το έχουν μισό μισό και οι δυο αδελφές.Μεγάλο είναι 4 στρέμματα.Ετσι και έγινε.
Ούτε που τον ρώτησε αν την θέλει για γυναίκα του. Έγιναν οι γάμοι με περίσσια έξοδα.
Τον μοναχογιό πάντρευαν.
Ήρθε στον κόσμο πρώτος ο πατέρας σου που πήρε το όνομα του παππού του.Να συνεχιστεί το όνομα και το επίθετο.Ακολούθησε η Αννα και μετά ο Νικόλας και ο Βασίλης.
Το κτήμα περίμενε καμμιά δεκαριά χρόνια και όταν ο μπανζτανάκης του παπού σου λόγω στενότητας οικονομικής θέλησε να το πουλήσει στον παπού σου,αυτός αντί να το αγοράσει όπως τον παρακαλούσε η γιαγιά σου για να το βρούν τα παιδιά τους αύριο μεθαύριο,πούλησε και το δικό της μερίδιο και έβαλε τα λεφτά στην τράπεζα,για να βολεύονται με τους τόκους.
Και να τα χοιρομέρια και να τα κεφάλια τα τυριά και να οι χουρμάδες και άλλα εξωτικά.
Να πεις δεν είχαν δικά τους γεννήματα.?Ολο το κατώι ήταν γεμάτο με λαδικά με λάδι απο τα λιόδεντρα,με αλεύρια,με σύκα,με μύγδαλα και καρύδια,με κρασιά και τσίπουρα,με σουτζούκια κρεμασμένα με ότι μπορεί να φανταστεί το μυαλό σου.Ηταν απο τους καλύτερους νοικοκυραίους.Ετσι τους γνώρισα.
Ηρθε λοιπόν το μπάμ με την κατοχή και χάθηκαν για πάντα όλα τα λεφτά όλες οι λύρες που είχε στην τράπεζα.Ο πατέρας του είχε καταστεναχωρηθεί που τον άφησε να βάλει τον κόπο του που έφερε απο την Αμερική,στην τράπεζα για να παίρνει ο γιόκας του τους τόκους.Νέα κόλπα ...καλά να πάθω έλεγε..Η μάννα του η λεβέντισσα ποιον να παρηγορίσει.¨?
Τον άντρα της,?Τον γιό της τον άμυαλο?Η την βασανισμένη την νύφη της.?
Δύσκολη η φετινή χρονιά.Πολλοί άνθρωποι πεινούσαν στο χωριό. Έπρεπε να βοηθήσει κι αυτούς.
Μικρά παιδάκια είχαν. Μιά σταγόνα λαδάκι,λίγο αλεύρι κάτι θα μαγείρευαν οι μανάδες τους.
Και τα βράδια που όλοι κοιμούνταν,άνοιγε με φόβο την καταπακτή μηντην ακούσουν ,κατέβαινε στο κατώι και έπαιρνε ότι χωρούσε κάτω απο τις μασχάλες της να τα μοιράσει έξω απο τις πόρτες των πεινασμένων και των ανήμπορων.
Ζήτησαν απο τα Λουτρά και τον γιό της να γίνει λαϊκός δικαστής,αφού ήξερε να γράφει και να διαβάζει.
Που να τολμήσουν να πούνε όχι. Μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα.
Άρχισαν να δυσκολεύουν τα πράματα,η γή αυτή την χρονιά, δεν έδωσε απλόχερα τα δώρα της.
Ήρθε και στο δικό τους σπιτικό η στέρηση.Τον γιό της τον συνέλαβαν οι Γερμανοί και μαζί με άλλους απο την Βόρεια Εύβοια τους έβαλαν στο πλοίο για να ταξιδέψουν το πρωί για Πειραιά. Απο εκεί θα τους έστελναν πακέτο
για τα στρατόπεδα της Γερμανίας με τους Εβραίους αντάμα.
Θανατικό και μαυρίλα έπεσε στο σπιτικό τους.Κανένας δεν θα γύριζε ζωντανός απο 'κεί.
Η μόνη τους παρηγοριά η Παναγιά κι ο Α'ι' Νικόλας.
Θρήνος και παρακάλια και προσευχές μαζί...και τάματα.
Σαν ξημέρωσε βγαίνουν στο λιακωτό και κοιτούν να δουν την άδεια θάλασσα...ομως το καράβι είναι ακόμα εκεί...
Το πλοίο δεν μπόρεσε να φύγει το πρωί για προορισμό του.Ξένος ο καπετάνιος δεν ήξερε τα νερά στον όρμο των Γιάλτρων που αγκυροβόλησε λόγω θαλασσοταραχής. Λασκάρησαν οι άγκυρες και σιγά σιγά το πλοίο κύλισε ενα μήλι πιο πέρα και ήρθε και κάθισε με την άμπωτη μπροστά στα περιβόλια μας στην 'βασιλίνα'.
Κόλλησε για τα καλά και ώσπου να ξανά ανέβουν τα νερά να ταξιδέψει για Πειραιά,πέρασαν 12 ώρες.
Το μεγάλο βαπόρι έφυγε όπως ήταν προγραμματισμένο για την Γερμανία χωρίς να πάρει μαζί του τους δικούς μας.
Τους έβαλαν στις φυλακές στον Πειραιά για πολλούς μήνες.Παρηγοριά του παππού σου ενα μαύρο δερματόδετο βιβλίο,η Καινή Διαθήκη.
Σ'αυτήν έκανε τις προσευχές του,σ'αυτήν έκλαιγε την μοίρα του απο καλοαναθρεμένο παλικάρι να πέσει σε τέτοια δυστυχία.
Σ'αυτήν ζητούσε συγχώρεση για τα ανόητα λάθη που είχε κάνει..για τον πόνο που έδωσε στην οικογένειά του...
και κύλησε ο καιρός και πέρασαν οι μαύρες μέρες της κατοχής μέσα στον πόνο και στην καθημερινή αγωνία για την επιβίωση της οικογένειας και για την ζωή του μοναχογιού που όπως είχαν μάθει ζούσε σε κάποια φυλακή μακρυά τους.
Και άρχισαν να χτυπούν χαρμόσυνα οι καμπάνες του Α'ι' Νικόλα,μεγάλη η χάρη του..
Απελευθέρωση και στην πατρίδα και στους δικούς μας απο την Βόρεια Εύβοια.
Θα τους φέρει το καράβι στα Λουτρά...και μετά η λάντζα κάτω στο λιμάνι στο μύλο,θα φέρει κάποιους Γιαλτρανούς.
Ποιούς όμως.?Να ήταν μαζί τους ζωντανός και ο Σεραφείμ ο παπούς σου.?
Η θέση του χωριού, σαν καραούλι.Είδαν απο μακρυά το καράβι στα Λουτρά να λιμενίζει και μετά τη λάντζα να έρχεται προς τον όρμο των Γιάλτρων στο λιμάνι.Ξεσηκωμένος όλος ο κόσμος του χωριού.Αναστατωμένες οι οικογένειες των ανθρώπων που έλλειπαν και ίσως επέστρεφαν τώρα. Άρχισαν να κατηφορίζουν απο την πάνω βρύση και μετά απο το κάτω λιοτρίβι προς το λιμάνι.
Ο πατέρας σου 13 χρονών παιδάκι,ξαπλώνει κάτω,βάζει το αυτί στο χώμα κι αφουγκράζεται...κι αφουγκράζεται.
Κοκάλωσαν όλοι...Πετάγεται επάνω και αρχίζει να τρέχει κουτρουβαλώντας το μονοπάτι...
Μάννααα....μάννααα...ο πατέρας...ήρθε ο πατέρας...
-Ααα στο καλό τι θέλω τώρα και τα μολογάω...κάθε φορά που τα θυμάμαι με πιάνει ενα κλάμα...
(Ολη η οικογένεια Μαραβέλη,στα προικιά μου.Νοέμβριος 1977.Αείμνηστοι όλοι τους).Βλέπεις η γιαγιά σου τόχε πάντα το περιγραφικό...σ'αυτήν έμοιασες θαρρώ.
Την Καινή Διαθήκη του παππού σου την δώσαμε σε σένα,γιατί είσαι το πρώτο παιδί του πρώτου παιδιού της οικογένειας.Έτσι ήθελε ο προπάππος σου ο Μανιάτης.