https://kentimataxalkidas.blogspot.com/

Κυριακή 3 Ιανουαρίου 2021

Ψηφίδες κοχυλιών.

Ψηφίδες μικρών κοχυλιών είναι οι αναμνήσεις μας...κι εγώ εκεί...να επιμένω να τις σημαδεύω στο χαρτί μπας και καταφέρω κάποια στιγμή να ολοκληρώσω αυτό το κάδρο...


Μπροστά στον Αί΄Νικόλα,οι κοτσιδούλες,αργότερα.!!!



-Κατηφορίζοντας στο καλντερίμι..κουτρουβαλιαστά το πήγαινε..

αισθανόταν μια θολούρα στο κεφάλι.

Είχε έρθει το απόβραδο κιόλας χωρίς να το καταλάβει.


Το άρωμα απο το γιασεμί της κυρά Σταυρούλας της χήρας παπαδιάς,

 το ένοιωθε πολύ όμορφο.
Έφτασε μπροστά στο ψηλό δίπατο σπίτι με την σκεπαστή βεράντα

 και το λιακωτό, σιγά σιγά.



Όρθωσε το κορμί της και ετοιμάστηκε ν'ανεβεί τα πρώτα δέκα σκαλοπάτια.


Με το ένα χέρι πιάστηκε από την ξύλινη κουπαστή, καλού κακού μην πέσει.


Τα κατάφερε να φτάσει στο πρώτο κεφαλόσκαλο και να καθίσει. Από πάνω άκουγε τις κουβέντες της φαμίλιας.


Αυτή η οικογένεια, ήταν πολύ φωνακλάδικη. Όταν μιλούσαν νόμιζε κανείς ότι μάλωναν.


Τί φωνάζετε έτσι.?

 Είναι σαν να είστε σε καυγά είπε ο κύρ Βαγγέλης ο Μακρής,

παρατσούκλι που του βρήκαν.


-Δεν είμαστε πεθαμένοι ,να μην βγάζουμε άχνα είπε ο παππούς ο Σεραφείμ.
Κανονικά έπρεπε να τον βαφτίσουν Κωνσταντή όπως τον πατέρα του 

που μεράκι το 'χε όταν γύρισε από την Αμέρικα στις αρχές του 1900.


Ας όψεται η μάννα του η κυρά Αννιώ, αρχόντισσα και λεβεντιά με τα όλα της.


Κανένα αγόρι δεν κατάφερνε να ζήσει με το που γεννιόταν.

 Με τα πολλά και τόσες στεναχώριες και άλλες τόσες κόρες,


τέσσερεις όμορφο κοπέλες έφερε στον κόσμο.


Οι φίλοι τους απο απέναντι ,από Αρκίτσα δηλαδή, 

τους είπαν πως είναι ένα χωριό μετά τα Καμμένα(Βούρλα),


που έχει έναν θαυματουργό άγιο. Τον Άγιο Σεραφείμ.


Πήρε την γυναίκα του ο άρχοντας, κατέβηκαν κάτω στο λιμάνι και με ναυλωμένο καΐκι βγήκαν απέναντι.


Έταξαν το μωρό στον άγιο και στην χάρη του άφησε και πολλά δώρα για τα ορφανά.


Όταν γεννήθηκε ο γιός ο λεβέντης, γερός και όμορφος, ξετρελάθηκαν όλοι.


Στη βάφτιση που έγινε απέναντι στον Άγιο Σεραφείμ έστησαν γλέντι τρικούβερτο.


Όλοι κουστουμαρισμένοι ακόμη και το μωρό, που το κρατούσε η κόρη του κουμπάρου από την Αιδηψό.


Οι γυναίκες στολισμένες με τις πανέμορφες νυφιάτικες παραδοσιακές


ενδυμασίες τους, με όλα τα φλουριά στο στήθος....


-Αχ τι θα πω στην γιαγιά τώρα.? 

Σκέφτηκε κοιτώντας το όμορφο κρυστάλλινο μπουκάλι που κρατούσε σφιχτά με το δεξί χέρι.


Τόσο σφιχτά και δυνατά το κρατούσε από τον λαιμό του

 που είχαν μουδιάσει τα δάχτυλα και δεν άνοιγαν.
Πως κατάφερε να το φέρει στο σπίτι ακέραιο, θαύμα της φαινόταν.
-Να πας να πάρεις λικέρ μπανάνα από τον Μπιλκάκη τον Κώστα, είχε πει η γιαγιά δίνοντάς της το μπουκάλι που φύλαγε το λικέρ για τις μουσαφίρισσες,οι άντρες έπιναν 'η απο το κρασί της φαμίλιας 'η απο το τσίπουρο,

που το έφτιαχναν οι ίδιοι στο αποστακτήριο που είχαν στην ρεματιά στα Καμίνια.

Ειχε πάει μια φορά φαΐ στον μπαμπά της αλλά δεν ξανά πλησίασε εκεί.

Σαν κόλαση της φάνηκε, σαν τους ζωγραφισμένους τοίχους που έβλεπες,

 καθώς σήκωνες το κεφάλι πανω απο την είσοδο του ναού,

 στην παλιά εκκλησία του Αγ,Αθανασίου στα Βρυσιά στο χωριό της μαμας,

πριν τα Φάρσαλα,με το τεράστιο καζάνι πάνω στην τεράστια φωτιά,

παντού καπνοί και ατμοί και ο μπαμπάς και τα ξαδέλφια του ανάμεσα σ’αυτά....τρομερά πράγματα για ενα μπουκάλι τσίπουρο...απο τότε λιγάκι τον φοβόταν το μπαμπά...
Πριν από ώρες είχε γίνει η παραγγελιά. Όπως πάντα γιατί είναι σωστό και καλό κορίτσι και ποτέ δεν έχει πει όχι σε μεγαλύτερο,πήγε στον μπακάλη ανηφορίζοντας το καλντερίμι προς τον Α'ι' Νικόλα.




Σαν έφτανες στο ξέφωτο μπροστά στην εκκλησιά, έστριβες αριστερά για τα μαγαζιά που ήταν στον ίδιο δρόμο.
Αν έστριβες δεξά, έβλεπες το νεκροταφείο που κοιτούσε πλαγιαστά προς την θάλασσα.


Ποτέ δεν κοιτούσε προς τα 'κει. Όταν όμως ο παππούς την έβαζε πάνω στα καπούλια του Κίτσου του μουλαριού τους ,


αυτός καθόταν στο σαμάρι ο τυχερός και έβλεπε προς την θάλασσα, η καημενούλα έλεγε τόσα Πατεριμά, που μέχρι να φτάσουν κάτω στην Βασιλίνα στη παραλία στις λεμονιές τους, είχε στεγνώσει το στόμα της.
..Πήρε το μπουκάλι και ξεκίνησε για το σπίτι, αλλάζοντας δρόμο ,φυσικά.


Κοιτούσε το λαμπερό και όμορφο χρώμα που είχε το ποτό. Πως να είναι άραγε.?
Λες να είναι γλυκό.?Άμα όμως είναι αμαρτία τι θα κάνω.? Οτι της απαγόρευαν το θεωρούσε και αμαρτωλό.


Μωρέ ας πιώ μια σταλίτσα και θα δώ μετά. Πω πω τι ωραίο και τι γλυκό που είναι..!!!


Και τι όμορφα που μυρίζει..!!! Κάθισε σε μία πέτρινη πεζούλα κοντά στης γιαγιάς Μαρδίτσας το σπίτι.


Δίπατο κι αυτό, αλλά πιο μικρό από το δικό τους. Άρχισε να πίνει λίγο λίγο, πολύ ωραίο ξανασκέφτηκε.


Πολύ χαιρόταν καθώς το κατέβαζε προς την μέση.
-Τι κάνεις εκεί Παναγιούλα μ'.? την ρώτησε η γιαγιά Μαρδίτσα, που βλέποντας το μπουκάλι με το λικέρ,


ψηλά από την βεράντα,την αγριοκοίταξε.
Άντε να δούμε κατακαημένη πως θα τα βγάλεις πέρα με την ξαδέλφη μου.


Πωπω την γιαγιά την είχε ξεχάσει. Σηκώθηκε,αλλά ξανακάθησε. Μούδιαζε το κεφάλι και τα πόδια δεν την κρατούσαν.


Και μόνο με την σκέψη της γιαγιάς και το τι την περίμενε, με υπεράνθρωπες προσπάθειες,έφτασε μέχρι εδώ.
Η γιαγιά με τον παππού ποτέ δεν την ξύλιζαν. Της είχαν αδυναμία.

 Παρ' όλο που είναι ενα μικρό και πολύ αδύνατο κοριτσάκι,


είναι έξυπνη, ευγενική και όλο ρωτάει για να μαθαίνει,


Πέντε χρονών παιδί και έχει μάθει πράγματα που δεν τα ξέρουν ούτε μεγάλοι.


Τις προάλλες που η γιαγιά κάθονταν στον κήπο τους 

κάτω απο την δροσιά που δημιουργούσαν οι γέρικες σκαμνιές(αρσενικές μουριές που χρησιμοποιούσαν τα φύλλα τους για την εκτροφή του μεταξοσκώληκα),

και έπλεκε με τις πέντε βελόνες της ,κάλτσες βαμβακερές για τον παππού

ήθελε κι αυτή να μάθει να πλέκει.

-Δεν είναι παιδάκι μου αυτά για σένα...της είπε.

-Οχιιι θέλω να πλέξωωωωωωωωω...άρχισε να φωνάζει χτυπώντας το ποδαράκι της όλο νεύρο.

Είδε κι απο είδε η γιαγιά ότι δεν θα γλύτωνε το πρώτο μάθημα πλεκτικής και τις έδειξε .


Μέσα σε λίγη ώρα άρχισε να πλέκει κι αυτή την δική της κάλτσα όλο χαρά.

Μπορεί να ήταν μαύρη σαν του παππού, αλλά ...δεν πειράζει.


Τρελάθηκε απο την χαρά και το καμάρι η γιαγιά περισσότερο...τόμαθε όλο το χωριό για την πανέξυπνη εγγονή της...την Παναγιούλα....


Όμως φοβάται πάντα πολύ την μάνα της.
Η κυρά Κατίνα είναι σε όλα τύπος και υπογραμμός. 

Έτσι θέλει και την κόρη της.


Και έχει και πολύ βαρύ χέρι. Αμα η γιαγιά την μαρτυρήσει,στη μαμά της για το κακό που έκανε.?Ποιος θα την σώσει Παναγιά μου,που ήπιε το μισό λικερ.?


Σιγά τώρα..ήπιε λίγο από το λικέρ που θα κεράσει η γιαγιά τις μουσαφίρισσες.


Γιατί αυτές είναι καλύτερες από μένα.? 

Η γιαγιά εμένα αγαπάει ποιο πολύ...

Αχ τι να κάνω τώρα.?


Λες να πάω στον Άγιο Κυπριανό να με βοηθήσει.?


Είναι λίγο ποιο πέρα από την Μπακανόβρυση του χωριού που βρίσκεται μπροστά στο σπίτι τους.


Οικογενειακή εκκλησία που την αγαπάει όλο το χωριό.

Ασβεστωμένη και όμορφη με ενα λυγερό κυπαρίσι δεξιά απο τον πρόναο,

που η πλα'ι'νή πλευρά της βλέπει προς την θάλασσα και τα Λουτρά της Αιδηψού..


Γι’αυτό έχουν βαπτιστεί τόσα αγόρια και κορίτσια με το όνομα του.


Είναι ένας γλυκός παππούλης που από μικρή του έχει αδυναμία.

Τ’ απομεσήμερα του καλοκαιριού που όλοι είναι κρυμμένοι στην δροσιά των πέτρινων σπιτιών τους...στα κατώγια είναι το ποιο δροσερό σημείο των σπιτιών.


Άλλωστε τα περισσότερα είναι χτισμένα πάνω σε βράχους της πλαγιάς που βλέπει την Αιδηψό.


Το σπίτι μας …έλεγε ο προπάππος της ο Κωνσταντής, δεν πρόκειται να πέσει ποτέ.


Έχει για θεμέλια βράχο.

Μέσα στην κάψα του καλοκαιριού καθώς αποκοίμιζε παππού και γιαγιά,


κατέβαινε ξυπόλυτη τα ξύλινα σκαλοπάτια για να πάει στο'ξωκκλήσι, περνούσε από την βρύση,


έβαζε τα ποδαράκια της μέσα στην κάτω γούρνα και τα δρόσιζε.


Μετά έσκυβε στην πάνω γούρνα κι έπινε από το δροσερό νερό 

που έτρεχε ασταμάτητα από το 1912


που έχτισαν αυτή την τετράγωνη βρύση με χρήματα που έστειλε ο Αβέρωφ, για να εξυπηρετούνται άνθρωποι και ζώα.


Σε κάθε πλευρά της και ακριβώς στο κέντρο, έτρεχε το νερό στην πάνω γούρνα ,απ’όπου έπαιρναν νερό και έπιναν οι άνθρωποι. 

Καθώς υπερχείλιζε το νερό γέμιζε την από κάτω γούρνα,

 που ήταν τετράγωνη μισό μέτρο η κάθε της πλευρά και από κει έπιναν τα ζώα, αλλά και έκαναν τις δουλειές τους όλοι.


Νερό δεν πήγαινε χαμένο ούτε στάλα. Όλες οι νοικοκυρές μετά το πλακόστρωτο της βρύσης είχαν τους μικρούς τους λαχανόκηπους για τις καθημερινές ανάγκες της οικογένειας.


Για να ποτίζουν ποιο καλά και άνετα, 

από το κεντρικό αυλάκι που κυλούσε προς το ρέμα,

έκαναν διακλάδωση με μικρότερα αυλάκια η κάθε μια για τον κηπάκο της.

Με την σειρά και με την ώρα που χτυπούσε ολόκληρες και μισές από το καμπαναριό του Α’ι’ Νικόλα απο τις αρχές του 1900,

 μεγάλη η χάρη του, έπαιρναν το νερό.

Κάθε πρωί γινόταν το έλα να δείς γύρω απ’την Μπακανόβρυση.

Έρχονταν όλες να πάρουν νερό για την λάτρα του σπιτιού και το μαγείρεμα, 

με μεγάλα πετρελαία και μαλλιοτραβιούνταν για το ποια έχει σειρά και πια όχι.

Κι άμα ήθελες να μάθεις και...κακές λέξεις,οι γλώσσες τους ήταν πολύ...πιπεράτες.


Πετρελαία έλεγαν τα ανοξείδωτα μεγάλα δοχεία από το πετρέλαιο, τα τουρσιά ‘η τα ορυκτέλαια για τις μηχανές των καραβιών.

 Άνοιγαν καλά το πάνω μέρος του δοχείου το χτυπούσαν με μικρό σφυράκι προσεκτικά γύρω γύρω στα χείλη μην κοπεί κανείς, κάρφωναν ένα στρογγυλό κομμάτι ξύλου ακριβώς κεντρικά δεξί αριστερό και έτοιμος ο νεροκουβαλητής.


Από τον πετρελαίο φαινόταν και η νοικοκυροσύνη κάθε σπιτιού.


Άλλοι ήταν σκουριασμένοι απ’έξω,

άλλοι χτυπημένοι και άλλοι φρέσκο ασβεστωμένοι και κάτασπροι όπως οι δικοί τους..


Κάποια στιγμή η μάνα της αποφάσισε ότι χρειαζόντουσαν

 λίγο χρώμα να ομορφύνουν ποιο πολύ.


Έριξε λίγες σταγόνες λουλάκι όπως έκανε η γιαγιά Σταυρούλα στην Θεσσαλία όταν έβαφε το εξωτερικό μαγειρειό.


Όλες έριχναν βλέμματα προς τα πετρελαία τους.


Μερικές κοιτούσαν ζηλόφθονα, άλλες ρωτούσαν πως έφτιαξε το χρώμα.


Ράτσα έξυπνη η μάνα της από τα χωριά των Φαρσάλων,

 εργατική, καλή σύζυγος, μητέρα, νύφη,

αλλά και καλή με όλο το χωριό.

Είχε χιούμορ και όταν έπιναν καφέ με τις φίλες έλεγε και κανένα ανέκδοτο

 ‘η κάποιο αστείο συμβάν από την πατρίδα της.

Φυσικό λοιπόν ήταν να μην πηγαίνει πρωί πρωί στην βρύση

 και να αγωνίζεται να βρει το δίκιο της για την σειρά του νερού. 

Μόλις το ρολόι χτυπούσε πέντε τα χαράματα,

έπαιρνε έξη πετρελαία τα πήγαινε στην βρύση ανά τρία τα γέμιζε,

 τρεις κάνουλες είχε η βρύση.

Τέταρτη δεν υπήρχε γιατί από ‘κείνη την πλευρά περνούσε κολλητά ο δρόμος του χωριού.


Είχε ήδη ξυπνήσει τον άντρα της πριν φύγει και μόλις χτυπούσε το ρολόι και μισή,


έρχονταν και κουβαλούσε αυτός τα δοχεία, πριν φύγει για την ανεμότρατα…..


Καμιά εικοσαριά μέτρα πιο πέρα από την βρύση ήταν η εκκλησία του Αγίου.


Δροσισμένη από το νερό και φρεσκοπλυμένη,

 έβαζε τα παντοφλάκια της που τις τα είχε αγοράσει η νονά της

και πήγαινε στον παπούλη τον Αγιο.

Ολόκληρη μυσταγωγία να σκουπίσει να βγάλει τα γυαλιά(τις θήκες)των καντηλιών...

αφού ειχε ανεβεί με την ξύλινη σκαλίτσα που ειχε 4 πόδια,

τα πήγαινε στην πλαϊνή πλευρά που κοιτούσε την θάλασσα

 για να μην την παίρνει χαμπάρι κανείς...

ήταν το μυστικό της και το φάρμακό της.. 

να τα σαπουνίσει, να τα σκουπίσει καλά και μετά να τα ετοιμάσει να μπουν γεμάτα στην θέση τους για άναμμα .

Αππο αυτή την πλευρά ανέβαινε και για το σπίτι της νονάς,ήταν το τελευταίο σχεδόν,ψηλά στ'αλώνια.

Δίπατο κι αυτό με θέα παντού.!!

Τις άρεσε να ανεβαίνει στο μπαλκόνι και να βλέπει γύρω,κατασκοπεύοντας καμμιά φορά και τα σπίτια παρά δίπλα.. περιέργεια μικρού παιδιού βλέπεις.

Η νονά της έφτιαχνε κούκλες πάνινες απο τα ρετάλια που περίσσευαν απο τα φουστάνια που έραβε στην μοδίστρα.!!

Και τις ζωγράφιζε κάτι ωραία μεγάλα μάτια και πάντα να χαμογελούν..τον τελευταίο καιρό δεν χαμογελούσε η καλή της.. μάλλον πονούσε..

Παράπονο το είχε η καημένη να μπορέσει να αγοράσει μια αληθινή κούκλα για την βαφτισιμιά της.

Το είχε πει και στον άντρα της που ήταν καλή ψυχή, το επάγγελμά του,

 εκτός απο τις αγροτικές δουλειές των αμπελιών,

των 'λιόδεντων και των μποστανιών, ήταν οργανοπαίκτης σε γάμους και πανηγύρια της περιοχής τους.

Αμα θα πάμε στην Αθήνα για το γιατρό,να πάρουμε και της Γιούλης μας μια κούκλα..βλέπει της Δάφνης μας με θαυμασμό το πουλάκι μου..

Και όπως όλοι στο χωριό ειχε κι αυτός ένα παρατσούκλι.. που αντιπροσώπευε το όργανο που έπαιζε, τον ζουρνά.

Και η δική της οικογένεια είχε παρατσούκλι..Τσιτσιμπρής..τι θα πεί  αυτο  είχε ρωτήσει τον παππού Σεραφείμ.. θαρρώ ευκατάστατος παιδί μου..μπορεί και σαματατζής..

Τα καφενεία του χωριού ήταν το σημείο συνάντησης των αντρών.Μα το πρωί πριν πάνε στις δουλείές τους,μα το απογευματάκι..

Μια μέρα που συναντήθηκαν οι δύο κουμπάροι,ο μπαμπάς της με τον νονό της,σε ένα από τα καφενεία του χωριού....

-μήνυσε στην βαφτισιμιά μας να έρθει στο σπίτι, 

είπε ο νονός της στον πατέρα της. Την θέλει η νονά της κάτι.


Έτσι λοιπόν,το παρά άλλο απόγευμα της Κυριακής,φρεσκοπλυμένη, 

ντυμένη με το άσπρο φουστανάκι της με τις κόκκινες βούλες,

με τα κάτασπρα σοσονάκια της που η μαμά της τα έπλενε με αλισίβα,

και τα κόκκινα πεδιλάκια,πλεξούδες με φιογκάκια κόκκινα στα μακριά μαλλιά της, αριβάρισε για τα ψηλά. 

Έπρεπε να περάσει μέσα από το δασάκι με τα πεύκα που ήταν πάνω από την βρύση τους.

 Ήταν της γειτονιάς της η βρύση. Είχε άλλες τέσσερις το χωριό και αρκετά πηγάδια, κοινοτικά κι αυτά και πάντα καλά κλεισμένα...απο τον φόβο των μικρών παιδιών.


Ανηφορικό το μονοπάτι στο δασάκι, γλιστρούσε και λίγο με τα πεδιλάκια της,που είχαν ιδρώσει λίγο.

 Αχ παππούλη μου είπε στον προστάτη Αγιο τους.

Κάνε μην πέσω και λερωθώ.Στο δεξί χεράκι της κρατούσε ένα κόκκινο καλαθάκι.


Το είχε βάψει ο παππούς ο Σεραφείμ για να είναι ποιο όμορφο ακόμη.


Ήταν πλεγμένο με καναπίτσα (λυγαριά) πολύ λεπτή,

 για να μην έχει βάρος και ήταν το καλαθάκι της


για όλες τις δουλειές που την έστελναν να κάνει.

Μ’ αυτό πήγαινε στον Μπιλκάκη τον μπακάλη για ψώνια,

μ’αυτό έπαιρνε τα λεμόνια από το κτήμα στην Βασιλίνα.. 

όταν κατηφόριζαν με τον παππού περνώντας δίπλα από το νεκροταφείο, στα καπούλια του Κίτσου,

 μ’αυτό έλεγε και τον Λάζαρο, με τον ξάδελφο της τον Γιάννη που της έκανε το έξυπνο και τον καλό μαθές, γιατί την περνούσε έξη μήνες.

Κόρη μου ο ποιο καλός μήνας για να γεννηθεί ένα κορίτσι, είναι ο Σεπτέμβρης.

 Όλα τα καλούδια της μας δίνει τότε η φύση….έλεγε η γιαγιά της για να την παρηγορήσει όταν αυτή της παραπονιόταν για το ξάδελφο που προηγούνταν έξη μήνες ζωής.


Μέσα στο καλάθι είχε ετοιμάσει Θεσσαλική γαλατόπιτα η κυρά Κατίνα η μαμά της.

Άρεσε πολύ στην νονά.


Εδώ δεν ήξεραν και πολλά από πίτες.

Όλοι την παραδέχονταν, έπλαθε κάτι φύλλα, που ήταν διάφανα.


Αχ λίγο ακόμα και θα φτάσω στο πλακόστρωτο 'παππούλη' μου.

 Σ’ ευχαριστώ. Αύριο να δείς πως θα στα γυαλίσω τα καντήλια.

 Θα φέρω και στάχτη απ’το μαγειρειό να τα τρίψω.

Η μάνα της ,της είπε να πάει από την πλατεία,

που ήταν το μπακάλικο του Κωλέτη.Ζάχος ήταν το επίθετο αλλά είχε κι αυτός το παρατσούκλι του όπως όλοι οι χωριανοί.


Εχει κι έναν αδελφό που τον ΄λένε Δημήτρη και είναι τραγουδιστής δημοτικών τραγουδιών και τραγουδάει …μια βοσκοπούλα αγάπησα.

Στον στρατό ανακάλυψαν το ταλέντο του κάποιο Πάσχα.


Φίλος καρδιακός του πατέρα της, μαζί στο σκολειό ,μαζί στο στρατό.


Στην πλατεία είναι και ο φούρνος του κυρ Χρήστου που έχει παντρευτεί γυναίκα από τα νησιά πέρα από την Εύβοια.


Πολύ γλυκιά η κυρά ‘ρήνη. Κοντούλα, θάναι δεν θάναι ένα μισό μέτρο.

Ο άντρας της ψηλός και λεβέντης.


Παράξενο πως ταίριασε αυτό το προξενιό..


Πώς να πάει από την πλατεία όμως αφού έπρεπε να περάσει από το στενό σοκάκι που παραφύλαγαν εκείνα τα πολύ κακά παιδιά.?


Προχτές την Κυριακή δηλαδή που γυρνούσε από την λειτουργία με την γιαγιά της, 

πήγε να πάρει παγωτό χωνάκι απ’τον κύρ Χρήστο,που το έφτειαχνε με την ξύλινη παγωτομηχανή του...πολύ κούραση για λίγα φράγκα της έλεγε..

και μετά να κατηφορίσουν προς το σπίτι.

Αυτή η ευλογημένη η γιαγιά ,από όπου περνάνε πιάνει κουβέντα με τις χωριανές. 

Ποιος είπε αυτό ποιος έκανε εκείνο, βγαίνοντας με το παγωτό στα χέρια την έχασε την γιαγιά….


Εκεί που πάει να περάσει από το σοκάκι για να κόψει δρόμο, πίσω από το μεγάλο δεντρολίβανο στου γιατρού το σπίτι,


της αρπάζει ένα μουτζουρωμένο χέρι το χωνάκι της. 

Θυμωμένη για το άδικο, κάνει ένα βήμα μπροστά να το πάρει.


Πριν προλάβει να απλώσει το χέρι, της το πιάνει δυνατά και το στρίβει άλλος κακός και ο τρίτος πιάνει τα κρυστάλλινα διάφανα πράσινα κουμπάκια από το φορεματάκι της και τα κόβει απότομα.

Άμα θέλεις να ζήσεις θα μου φέρεις και τα άλλα κουμπιά

 από την κόκκινη μπλούζα σου της είπε και χάθηκαν όλοι ξαφνικά όπως είχαν εμφανιστεί…
Μ’ αυτές και μ’ αυτές τις σκέψεις και γλυτώνοντας για δυο φορές ακόμη το γλίστρημα βγήκε από το δασάκι …


σπίτια στην αριστερή πλευρά του δρόμου ανηφόριζαν προς την πλευρά των αλωνιών .

Το σπίτι της νονάς είναι πριν τα αλώνια.


Δεν θυμάται ποτέ να έχει δει να αλωνίζουν. Ίσως να γίνονταν πιο παλιά.


Εδώ είναι ένα ευλογημένο μέρος που τα πάντα είναι περιποιημένα και πεντακάθαρα.


Εκτός από τις πλαγιές όπου απλώνεται δάσος και δόξα τω Θεώ έχουν πολύ πυκνό και απέραντο.


Ξεκινάει από την Αιδηψό και φτάνει μέχρι την Λιχάδα. 

Ολα τα άλλα καλλιεργημένα μέρη, αμπέλια πολλά με όλων των ειδών τα σταφύλια.


Δέντρα καρποφόρα που γεμίζουν με τους ευωδιαστούς καρπούς τους τα καλάθια των νοικοκυριών και της τοπικής αγοράς.


Μποστάνια και κήποι με ότι παράγει ο τόπος.

 Τα σπίτια τους και ιδίως της οικογένειάς της έχουν γεμάτο το κατώι με όλα τα καλά….


Περνώντας μπροστά από τα καθαρά και ασπρισμένα σπίτια,

καλησπερίζει τις γυναίκες του χωριού.


Εντολές τις κυρά Κατίνας. Όταν περνάς να καλημερίζεις και να καλησπερίζεις τον κόσμο.


Μαα δεν τους ξέρω όλους της είχε ανταπαντήσει. Δεν πειράζει.

 Όλοι οι άνθρωποι έχουν ανάγκη μια ευχή του Θεού.


Η καλημέρα είναι ευχή.

 Πιστή λοιπόν στις εντολές της μάνας χαιρετά τον κόσμο, 

που όλοι τους θαυμάζουν και αγαπούν αυτή την μικρή ,


που είναι καταδεχτική και ευγενική.


Με λίγη ανηφορίτσα ακόμη μετά τα σπίτια, ανάμεσα στα νυχτολούλουδα ,

τα γιασεμιά και τις βουκαμβίλιες, φάνηκε το σπίτι των νονών της.


Είναι το τελευταίο πριν τα αλώνια.

Φαντάζει ακόμη ποιο ψηλό από δίπατο που είναι γιατί έχει θωριά από χαμηλά.


Απεριόριστη θέα προς τον όρμο του χωριού,

βλέπεις και τον παλιό ανεμόμυλο που είναι κάτω αριστερά στο ακρωτήρι.


Φαντάζει πολύ εντυπωσιακός σαν άρχοντας,

ανάμεσα στα αμπέλια τις λεμονιές και τα κυπαρίσσια.


Απέναντι ακριβώς η θάλασσα της Αιδηψού, φτάνει με το μάτι της πέρα την Στερεά, την Αρκίτσα και μακρύτερα στο βάθος τα Καμμένα.


Της αρέσει να βλέπει τα καράβια να πηγαινοέρχονται από το ένα προς το άλλο λιμάνι .


Χαζεύει την ώρα που πλησιάζουν το ένα το άλλο με αντίθετη ρότα.


Κάπου στην μέση γίνεται μια γρήγορη συνάντηση δύο γίνονται ένα,μεγάλο και παράξενο καράβι, με δύο πλώρες και δύο πρύμνες.


Ώσπου να καλοδεί αυτό το παράξενο σμίξιμο έχουν απομακρυνθεί πολύ.

 Ο παππούς της ο Σεραφείμ της είπε πως τα λένε φέρρυ μπότ.


Χαμογελάει με την ανάμνηση ενός περιστατικού.


Το προηγούμενο καλοκαίρι ξεκίνησαν με την μάνα της να πάνε στα Φάρσαλα να επισκεφτούν τους γονείς της.


Η αλήθεια είναι ότι είχε 'πιθυμήσει τον παππού και την γιαγιά.


Αν ήταν τυχερή μπορεί να πήγαιναν να πιάσουν καραβίδες με τον παππού στο ποτάμι.


Είχαν αρχίσει να κατεβαίνουν το βουνό με τις στροφές τις πολύ στριφογυριστές μετά τον Δομοκό.


Την είχε πάρει και λιγάκι ο ύπνος στην ποδιά της κυρά Κατίνας.


Σήκωσε το καστανό κεφαλάκι της με τις κοτσίδες και κοίταξε περίεργη να δει που είχαν φτάσει.


Μαμά μαμά κοίτα τι πολλά φέρρυ μπότ εκεί πάνω. 

Έδειξε την πλαγιά του βουνού που κάτι στραφτάλιζε μέσα στην κάψα του απομεσήμερου.


Παιδί μου αυτά δεν είναι φέρρυ μπότ, 

είναι οι τσίγκοι στις σκεπές των μαντριών για τα πρόβατα.


Άρχισαν να χαχανίζουν και οι δύο τους,αλλά ποιο πολύ με τους συνταξιδιώτες τους που άνοιξαν παραξενεμένοι τα στόματα τους που δεν είχαν ξανά ακούσει για φέρρυ μπότ..


Φτάνοντας στην αυλή της νονάς πολύς κόσμος ήταν μαζεμένος

.Τόσοι πολλοί που δεν μπορούσε να δεί μπροστά.


Μπά γιορτάζει το σπίτι κι αυτή η μάνα μου δεν μου είπε τίποτα.!


Αλλά ίσως να μην την βρήκε η νονά που είχε πάει στην Αθήνα.


Οι γονείς της είχαν πάει χτές στην Αιδηψό σε έναν γιατρό για γυναίκες.

Όταν γύρισαν δεν μαρτύρησαν τίποτα.


Όμως τους είδε να χαμογελούν μεταξύ τους και η μάνα της της φάνηκε ποιο όμορφη.


Τέλος πάντων, αυτοί οι μεγάλοι είναι όλο μυστήριο.


Σπρώχνοντας πότε με τον ένα ώμο πότε με το άλλο έφτασε στην σκάλα για το πάνω σπίτι που ήταν κι αυτή γεμάτη.


Την έφαγε η περιέργεια μέχρι το κεφαλόσκαλο που συνάντησε την μεγάλη νονά την γιαγιά Δάφνη.


Ελα κορίτσι μου της είπε να σε πάω μέσα. Σε περιμένουν.

Στην κρεβατοκάμαρα είδε την Δάφνη την κόρη των νουνών της ,


που είναι μεγαλύτερή της τέσσερα χρόνια, 

Πάντα σοβαρό είναι αυτό το κορίτσι. Δεν την έχει δει να παίζει με άλλα παιδιά.


Πηγαίνει στο σχολείο και μετά στο σπίτι .

Δεν ξαναβγαίνει έξω. Μπορεί να μην είναι τόσο ψηλομύτα όπως νόμιζε στην αρχή.


Στο χωριό λένε πως η νονά της δεν καλοπερνάει και τόσο καλά με την πεθερά της.

 Όταν μάλιστα ο νονός λείπει για δουλειές, είναι μουσικός, το παρατσούκλι που τον φωνάζουν, όπως και το όργανο που παίζει ,τότε λένε ότι η νονά κλαίει πολύ συχνά.

Ομως η μαμά της της ειπε πως απο αυτα που θα ακούς,θα πιστεύεις τα μισα.

Δεν μπορούμε να ξέρουμε τι συμβαίνει στο σπίτι του κάθε ανθώπου.

Για αυτο,ποτέ δεν θα λές σε άλλους τι άκουσες...


Το δωμάτιο είναι πανέμορφο και μυρωδιές από τα ανθισμένα λουλούδια έρχονται στην μύτη της.


Ααααααα……….που δεν το σκέφτηκα καθόλου είπε. 

Ο νονός θα έβγαλε καλά λεφτά τις προάλλες που είχε πάει στο πανηγύρι του Αι Γιάννη του Ρώσου. Τις έκανε έκπληξη……


Η νονά στολισμένη με το καλό της γαλάζιο φουστάνι, που της πηγαίνει πολύ, 

με τα μακριά μαλλιά της κάτω όλο μπούκλες,κοιμάται στο κρεβάτι πάνω στα λουλούδια.


Με το καλό της φόρεμα? Ααα..θα είναι κουρασμένη η νονούλα μου γι’ αυτό,σκέφτηκε.


Ο νουνός με το καλό του κουστούμι μόλις την είδε άνοιξε την αγκαλιά του να την υποδεχτεί.


Τι κρίμα νέα κοπέλα να φύγει πάνω στην δροσιά της ηλικίας της 33 χρόνων, είπε ο παπάς.


Δεν είναι στα καλά του ο παπά Νικόλας σκέφτηκε η μικρή.Ακούς εκεί να λέει ότι έφυγε .Αφού μπροστά μου είναι .


Νονά μου ξύπνα σου έφερα γαλατόπιτα που έφτιαξε η μανούλα.Άπλωσε το χεράκι της να τραβήξει το χέρι της νονάς της


που δεν κουνήθηκε καθόλου.Της φάνηκε πολύ βαρύ και κρύο.


Νονούλα μου ξύπνα άρχισε να φωνάζει πανικοβλημένη με τόσο κόσμο γύρω.


Δεν μίλησε κανένας στο παιδί για την νονά του? Έλεγαν. Βρέ το φτωχό έπαθε μεγάλο σόκ.


Σε πείσμα αυτών με το περίλυπο ύφος, αυτή ρίχνει ένα σάλτο και ανεβαίνει στο κρεβάτι,κάθεται στην κοιλιά της νονάς της ,της πιάνει τα μάγουλα με τα χεράκια της και αρχίζει να την γαργαλάει όπως έκαναν πολλές φορές όταν έρχονταν εδώ και της έφτιαχνε κούκλες με τα πολύχρωμα κουρελάκια που φύλαγε από τα ραψίματα της.


Μια κουκλίτσα της είχε το ίδιο γαλάζιο φουστανάκι σαν της νονάς.


Ο κόσμος αναστατωμένος και σοκαρισμένος με αυτό που γινόταν άρχισε να την μαλώνει.


Αυτή γραπωμένη από τον αυχένα της νονάς την είχε αγκαλιάσει με τα χεράκια της και ούρλιαζε…Νονααααααά μουυυυυ…ξύπναααααα…έφερα γαλατόπιτααααααααα……ξύπνα


Νονούλα μουυυυυυυυυυ….


Χέρια προσπαθούσαν να την τραβήξουν αλλά μάταια. 

Ο νονός σκύβει πάνω της την σηκώνει στον αέρα και την ακουμπάει απαλά δίπλα στην κόρη του την Δάφνη, που φορούσε μαύρο φουστανάκι.

 Άκου μαύρο…….και τα μάτια της έτρεχαν συνέχεια δάκρυα χωρίς να ακούγεται κλάμα. Είχε μουσκέψει το φόρεμα όλο. 

Στο κομοδίνο ήταν ένα καντηλάκι αναμμένο, τρία κεράκια άσπρα.


Της φάνηκε παράταιρο που είχαν και μια πανέμορφη κούκλα στο κουτί της 

και δύο μικρά χρυσά κουτάκια.


Πήρε το ένα κουτάκι ο νονός ,το άνοιξε, μέσα είδε ένα ροζ βαμβάκι και πάνω του ένας μικρός σταυρός με τον Χρηστούλι σταυρωμένο.


Της τον κρέμασε στο λαιμό και τον κούμπωσε.

 Το ίδιο έκανε και απο το άλλο κουτί για την Δάφνη.


Μετά πήρε τρυφερά το κουτί με την κούκλα στα χέρια του και της την έδωσε.


Η νονά ήθελε να σου χαρίσει αυτή την κούκλα, γι’ αυτό μήνυσαμε τον μπαμπά σου να έρθεις.


Είχε πεί όταν πήγαμε στην Αθήνα να πάρουμε στην αδεξιμιά μας(βαπτιστιρα) μία αληθινή κούκλα. Να χαρεί το κοριτσάκι μας.


Αγκάλιασε και τα δυο κοριτσάκια και τους είπε.


Είστε και οι δύο αδελφούλες. Η΄ Δάφνη που είναι μεγαλύτερη θα σε προσέχει. 

Η νονά δεν θα μπορέσει να ξυπνήσει.


Θέλω να φοράτε τον σταυρό αυτό για να την έχετε πάντα μαζί σας να σας προστατεύει και να σας συμβουλεύει……


Για την Δάφνη ήταν η φυσική της μητέρα.Για σένα Γιούλη ήταν η πνευματική σου μητέρα.


Γιούλη Μαραβέλη 21/9/2009

Υ.Γ.Την κούκλα αυτή δεν την θυμάμαι καθόλου, όσο κι αν ανασκαλεύω την μνήμη μου.

Τον σταυρό της νονάς τον φορούσα μέχρι τα 14 μου.

Ήταν το μόνο μου χρυσό κόσμημα.

Δυστυχώς το κακό χέρι μιας κοπελιάς που κάναμε παρέα στα Καμένα Βούρλα σαν ειχα πάει μαζί  με την μαμά  για να κάνει τα ζεστα της μπάνια,με την φίλη της την Αθανασία,μου τον στέρησε.

Ολοι παραπονούνταν πως κάτι τους έλειπε απο τα πράγματα τους..

Δεν τον ξαναείδα ποτέ.




8 σχόλια:

  1. Γιούλι μου τι μνήμες! Με συνεπήρες!
    Τι άσχημα πράγμα, να 'χουμε ανθρώπους γύρω μας με μακριά χέρια, δυστυχώς μου 'χει συμβεί κι εμένα!Γιατί είναι κακό το χέρι τους κι αφελές το μυαλό τους... ένα κόσμημα δεν είναι πάντα ένα κόσμημα, η συναισθηματική αξία του κάποιες φορές είναι τεράστια!
    Η νονά σου πάντα θα σου στέλνει ευχή κι ας μην έχεις πια το σταυρό.
    Σε ευχαριστούμε για την ιστορία που μοιράστηκες μαζί μας.
    Να 'σαι πάντα καλά.
    Καλή χρονιά!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Τι συγκινητικές αναμνήσεις! Και τι σοκ για το μικρό κοριτσάκι, εσένα, να δει τη νονά νεκρή!! Όσο για το σταυρό, ναι οι αλαφροχέρηδες νομίζουν ότι είναι και έξυπνοι και στερούν συναισθηματικής αξίας κοσμήματα. Αλλά οι μνήμες είναι εκεί και τα συναισθήματα τα προσέχουν ιδιαίτερα.
    Η περιγραφή σου πάντως αξιοζήλευτη, μου κρατούσε την αγωνία και το ενδιαφέρον στα ύψη
    Καλή χρονιά Γιούλη μου να σαι καλά

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Καλημέρα Αννα μου.Σε ευχαριστώ.
      Χαίρομαι που σας αρέσουν τα γραφόμενα μου.!!!!
      Καλή κι όμορφη χρονιά και για σένα.

      Διαγραφή
  3. Οι ψηφίδες των αναμνήσεων σου με συγκίνησαν. Τις ξεδίπλωσες τόσο όμορφα. Κρίμα που η νονά σου έφυγε τόσο νέα και βίωσες μια τέτοια εμπειρία.
    Καλή χρονιά Γιούλη!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Διάβαζα και ήθελα να πάρω τα πινέλα να μπω στο εργαστήρι που εγκατέλειψα, να διαλλέξω μία από τις άπειρες εικόνες των αναμνήσεων και να τις δώσω μορφή.Δεν είχα ποτέ μεγάλη οικογένεια, μοναχοπαίδι χωρίς καν ξαδέλφια, έζησα άλλες εικόνες δίπλα σε μία πολλιτισσα γιαγιά σε ηρεμία χωρίς φωνές..Υπήρχε η ζωγραφική μου..πρώτα με κιμωλίες χρωματιστές, μετά ξυλομπογιές και στα 5μου πινέλα και λάδια. Διάβασα ένα υπεροχο κείμενο γεμάτο εικόνες που δεν έζησα ποτέ.Καλή χρονιά.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. Καλημέρα Γεωργία μου.
    Σε ευχαριστώ.Πολύ χάρηκα που 'ζωγράφησες'.
    σου εξομολογούμαι πως πολύ θάθελα να ζωγραφίσω το πατρικο του πατέρα μου..δεν εχω ούτε μια φωτογραφία.
    Αλλα ... πονηρές σκέψεις μου ήρθαν στο νου..
    Θα το..γράψω και μετα θα σε παρακαλέσω να το ζωγραφήσεις.!!!!!!!!!!!
    Καλή,υγιή και δημιουργική χρονιά σου εύχομαι.Χαιρετισμούς απο την Χαλκίδα.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

ΜΑΝΙΑΤΙΚΟ ΑΙΜΑ..

-  Έφτασα μισό αιώνα ζωής για να πάω να βρω τις ρίζες μου στη Μάνη. Κομματάκι δύσκολο μετά απο 170 χρόνια. Μερη τραχιά που σκληραίνουν τον χ...